Αναγνώστες

Τρίτη 10 Μαρτίου 2020






Η Χρυσόπολις- Η Ηϊόνα (αρχαία Ηϊών) 
Οι Άνω και Κάτω Κρούσοβες (Παλαιά Άνω και Κάτω Κερδύλλια)

Νότια της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Καβάλας σε μικρή απόσταση από το στόμιο του ποταμού Στρυμόνα (στα Νέα Κερδύλλια Σερρών) και κατά μήκος μιας μικρής λιμνοθάλασσας, η οποία σχηματίζεται από την παλαιά κοίτη του ποταμού, σώζονται τα λείψανα οχυρωματικού περιβόλου. Στους χάρτες της περιοχής τα ερείπια αυτά αναφέρονται άλλοτε ως Καλέδες, άλλοτε ως αρχαία Ηϊών και άλλοτε ως Χρυσόπολη. Ταυτίζονται με τη βυζαντινή πόλη Χρυσόπολη της οποίας η ύπαρξη μαρτυρείται από τον 10ο αι. Η Χρυσόπολη διαδέχθηκε στο οικιστικό πλέγμα της περιοχής την παλαιοχριστιανική Αμφίπολη, η οποία από τα τέλη του 7ου αι. έπαψε να αναφέρεται στις πηγές. Τα σωζόμενα τμήματα της οχύρωσής της και οι άλλες επιφανειακές ενδείξεις υποδεικνύουν μια εγκατάσταση μεσοβυζαντινών χρόνων που αναπτύχθηκε σταδιακά και η οποία κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους αποτελούσε τον κύριο οικισμό της περιοχής. Εδώ συγκεντρώθηκαν όλες οι εμπορικές δραστηριότητες που είχαν σχέση με τη διακίνηση των προϊόντων της κοιλάδας του Στρυμόνα. Ο Άραβας περιηγητής την περιγράφει σαν παραθαλάσσια πόλη ανάμεσα στη Ρεντίνα και τη Χριστούπολη (σημερινή Καβάλα). Αναφέρεται επίσης μαζί με το Περιθεώριον στο χρυσόβουλλο του 1082 με το οποίο ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός παραχώρησε διάφορα λιμάνια της βυζαντινής επικράτειας στους Βυζαντινούς, γεγονός που υποδηλώνει ότι ήταν ένα εμπορικά δραστήριο λιμάνι. Στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων του 14ου αι. φαίνεται ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις επιχειρήσεις των αντιμαχόμενων πλευρών, και ως λιμάνι και ως χερσαίος κόμβος, γεγονός που οδήγησε τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο να την συμπεριλάβει στις θέσεις για τις οποίες μερίμνησε για την οχύρωσή τους. Στα 1357 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος την παραχώρησε στους αδελφούς Αλέξιο και Ιωάννη οι οποίοι λίγο πριν την είχαν ανακαταλάβει από τους Σέρβους. Η πόλη παρουσιάζεται ακμάζουσα και μετά την οθωμανική κατάκτηση γύρω στα 1380 και φαίνεται ότι διατήρησε τη σημασία της ως εμπορικό κέντρο και οδικός σταθμός στην οδό Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης. Στα 1553 η πόλη αναφέρεται μεν με το όνομα της αλλά παρουσιάζεται ως εγκαταλελειμένη. Κατά τα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αι. παρατηρείται νέα άνθηση των οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων στην περιοχή, η οποία και αποτελεί τον τόπο συγκέντρωσης των φόρων του σουλτάνου. Από τις περιγραφές των περιηγητών της εποχής αυτής, προκύπτει η ύπαρξη ενός μικρού λιμανιού με την επωνυμία Τσαϊ-γεζί δυτικώς της παλαιάς κοίτης του Στρυμόνα, δίπλα στα τείχη της, όπου υπήρχαν αποθήκες για συγκέντρωση σιτηρών, το οίκημα του τελωνοφύλακα και άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις. Η διάβαση του Στρυμόνα στο σημείο αυτό γινόταν με περαταριά, είδος πορθμείου δηλαδή που επίσης ονομαζόταν Τσάγεζι. Σήμερα τα ερείπια της πόλης απειλούνται από την ολοένα και αυξανόμενη πίεση για δημιουργία παραθεριστικού οικισμού.

Συντάκτης
Σταυρούλα Δαδάκη, αρχαιολόγος




.........................................................................

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ


.........................................................................

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ – ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Πρόεδρος: ΑΛΚΜΗΝΗ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ
Αντιπρόεδρος: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΡΡΕΣ
Γεν. Γραμματέας: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΕΛΗΚΑΡΗ
Ταμίας: ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΑΤΣΩΝΗ
Μέλη: ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΚΩΣΤΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΕΟΝΤΙΑΔΗΣ
ΗΛΙΑΣ ΣΒΕΡΚΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ

ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Διεύθυνση: Ομότιμη Καθηγήτρια ΑΛΚΜΗΝΗ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – 541 24
e-mail: histsociety1977@yahoo.gr
Επιμέλεια έκδοσης: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΚΟΥΤΖΙΟΥΚΩΣΤΑΣ
©ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ
Πλ. Αγίου Γεωργίου 10, 54635 Θεσσαλονίκη
Τηλ. 2310 218.963, 2130 219.493 Fax 2310 218.963
e-mail: vaniasthess@gmail.com
ISSN: 1012-0513
Θεσσαλονίκη 2019


.........................................................................



ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ
Τόμος 35oς
Αφιέρωμα στη μνήμη του Καθηγητή
Σπύρου Βρυώνη
2018 – 2019

Ο ΠΑΡΩΝ ΤΟΜΟΣ
ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΜΕ TΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΗΣ
ΑΣΤΙΚΗΣ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΟΥ «ΑΙΓΕΑΣ»
ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΙΝΑΣ ΜΑΡΤΙΝΟΥ





Γεώργιος Χρ. Χαριζάνης

Η Χρυσούπολις και ο Κρούσοβος στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα μέσα από τα αγιορειτικά έγγραφα* . Η Χρυσούπολις και ο Κρούσοβος διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο —μεταξύ των άλλων και οικονομικό— στην περιοχή του κάτω ρου του ποταμού Στρυμόνα, ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες.
Η Χρυσούπολις, που αναφέρεται στα αγιορειτικά έγγραφα ως κάστρον, φρούριον ή πόλις1, διαδέχθηκε στη διάρκεια της βυζαντινής εποχής τη γειτονική Αμφίπολη των αρχαίων και παλαιοχριστιανικών χρόνων. Ερείπια της Χρυσούπολης σώζονται νότια της Αμφίπολης στην αριστερή/ανατολική όχθη του ποταμού Στρυμόνα, κοντά στις εκβολές του στον Στρυμονικό κόλπο (του Ορφανού)2. Η Χρυσούπολη περιλαμβανόταν στο θέμα Στρυμόνος3 και αργότερα κατά την
υστεροβυζαντινή περίοδο στην αρχοντία ή κατεπανίκιον του Λυκοσχίσματος4. Η βυζαντινή Χρυσούπολη δεν πρέπει να συγχέεται με τη Χρυσούπολη της νεότερης εποχής (το Σαρή Σαμπάν της Τουρκοκρατίας)5, πόλη που βρίσκεται στην πεδιάδα κοντά στο δέλτα του ποταμού Νέστου, αλλά ούτε και με τη Χριστούπολη, δηλαδή τη σημερινή Καβάλα6.
Στα περίχωρα της Χρυσούπολης και στην πεδιάδα που εκτείνεται προς βορρά έξω από την πόλη υπήρχαν εκτάσεις που καλλιεργούνταν με σιτηρά, αλλά και αμπελώνες. Τον Μάρτιο του 959 ο βασιλικὸς πρωτοσπαθάριος ἐπὶ τοῦ χρυσοτρικλίνου καὶ μέγας χαρτουλάριος τοῦ γενικοῦ λογοθεσίου Κωνσταντίνος, καθώς περιερχόταν και εξέταζε στο θέμα Στρυμόνος διάφορες κλασματικές γαίες (που είχαν περιέλθει στο δημόσιο), βρήκε στο κάστρο Χρυσουπόλεως γη αδιάθετη κλασματική (του δημοσίου) εκατόν σαράντα (140) μοδίων, την οποία και πούλησε στον άρχοντα Γρηγόριο Επτάψυχο για οκτώ (8) νομίσματα. Ο αγοραστής όφειλε να πληρώνει ετήσιο τέλος για την ανωτέρω γη υπέρ
του δημοσίου τέσσερα (4) νομίσματα7.
Η αθωνική μονή της Μεγίστης Λαύρας διέθετε στην περιοχή της Χρυσούπολης με χρυσόβουλλο που απέλυσε πριν από τον Δεκέμβριο του 984 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος (976-1025) εικοσιπέντε (25) «οἴκους ἐξκουσευομένους» ή «ἐξκουσάτους», δηλαδή εικοσιπέντε (25) αγροτικά νοικοκυριά (που δεν ήταν πάροικοι), τα οποία είχαν φορολογική απαλλαγή (ἐξκουσσεία) προς το κράτος και σε ανταπόδοση πλήρωναν κάποιο τέλος (δασμό) προς τη μονή (ἐν τῇ
καθ’ ἡμᾶς τελοῦντες Λαύρα)8.
«Ἐν τῇ περιοχῇ (του) κάστρου Χρυσοπόλεως» αγόρασε πριν από το 1033 έναν αμπελώνα ο σπαθαροκανδιδάτος και στρατηγὸς (του θέματος Στρυμόνος) Νικόλαος από τον μοναχό Ηλία, επίτροπο του Ιωάννη Επτάψυχου, ηγουμένου της μονής των Μηλεών Αγίου Όρους. Για τον αμπελώνα αυτόν παρουσίασε αξιώσεις η μητρόπολη Φιλίππων. Για τούτον τον λόγο τον Ιούνιο του 1033 ο μητροπολίτης Φιλίππων Ιωάννης κάλεσε τον πρωτοσπαθάριο και κριτή του θέματος Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης Ανδρόνικο και συμφώνησε με έγγραφη «συμβίβασίν» του να λάβει εικοσιτέσσερα (24) νομίσματα από τον στρατηγό Νικόλαο «εἰς περιποίησιν» της μητροπόλεώς του και να παραδώσει τον εν λόγω αμπελώνα στον στρατηγό «εἰς ἰδίαν ἐξουσίαν»9.
Τα έγγραφα μας παραδίδουν τα ονόματα ορισμένων αξιωματούχων που υπηρετούσαν στη Χρυσούπολη, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επίλυση διαφόρων υποθέσεων στην ευρύτερη περιοχή και υπέγραψαν σχετικά έγγραφα κατά τον 11ο και τις αρχές του 12ου αιώνα: Γνωρίζουμε 1) «Ἀπὸ τοῦ κάστρου Χρυσοπόλεως» τον πρωτοσπαθάριο Θεοφύλακτο και τον σπαθαροκανδιδάτο Κωνσταντίνο του Αρουβάλου (ή Αρουβαλό), που μαζί με άλλους μάρτυρες συμμετείχαν σε έναν περιορισμὸ (οριοθέτηση) κτημάτων και υπέγραψαν το σχετικό πρακτικό του μητροπολίτη Σερρών Στεφάνου τον Αύγουστο του 107110. 2) Τον πρωτοσπαθάριο και νομικό «τοῦ κάστρου Χρυσοπόλεως» Ιωάννη,
ο οποίος συνέταξε τον Μάρτιο του 1085 έγγραφο, με το οποίο διευθετούνταν κτηματικές διαφορές ανάμεσα στην επισκοπή Εζεβών (σημ.Δάφνη) και στην αθωνική μονή των Ιβήρων11. 3) Τον κληρικό, ιερομνήμονα και νομικό «κάστρου Χρυσουπόλεως» Μιχαήλ Αζαρία, που μαζί με άλλους μάρτυρες υπέγραψε τον Δεκέμβριο του 1103 το πρακτικό του σεβαστοῦ Ιωάννη Κομνηνού, με το οποίο παραδίδονταν στη μονή Ιβήρων το χωρίον Ραδολίβους (σημ. Ροδολίβος) και οι εκεί 126 οικογένειες προσκαθημένων παροίκων για να τα κατέχει12.
Είναι γνωστός επίσης και ένας προσκαθήμενος ζευγαράτος πάροικος του προαστείου του Οβηλού (στις νοτιοδυτικές υπώρειες του όρους Παγγαίου, κοντά στο σημερινό χωριό Ποδοχώρι),
που ανήκε στη μονή Ιβήρων, ο οποίος προερχόταν από την Χρυσούπολη: ήταν ο Νικήτας Επισκεπτίτης «ὁ ἀπὸ τοῦ κάστρου Χρυσοπόλεως» (Ιανουάριος του 1104)13.
Σε ορισμένες περιπτώσεις επίσης μνημονεύεται ο δρόμος που από το χωρίον Ραδολίβους (στους βορειοδυτικούς πρόποδες του όρους Παγγαίου) οδηγούσε προς τα νοτιοδυτικά στη Χρυσούπολη: «Χωράφιον πλησίον τῆς στράτας τῆς ἀπερχομένης εἰς Χρυσοπολιν» και «Χωράφιον εἰς τὸν καστρινὸν δρόμον εις Χρυσοπολιν» (α΄ δεκαετία του 12ου αι.)14.


Η Χρυσούπολη, καθώς ήταν σημαντική πόλη κοντά στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα και με εύφορη πεδιάδα στα περίχωρά της και επειδή βρισκόταν κοντά στον Άθω, προσείλκυσε από νωρίς το ενδιαφέρον των αθωνικών μονών, οι οποίες απέκτησαν κτήματα και άλλα ακίνητα έξω και μέσα στο κάστρο της.
Η μονή Βατοπεδίου διέθετε κοντά στη Χρυσούπολη το προάστειον (μεγάλο κτήμα) Αβαρνίκεια, που τοποθετείται στα βορειοανατολικά της πόλης προς το σημερινό Ροδολίβος, καθώς και ένα μετόχι μέσα στο κάστρο (ἔνδον τοῦ κάστρου Χρυσοπόλεως) με τους εκεί «προσκαθεζομένους ἐνοίκους» (τους ενοικιαστές οικημάτων της μονής). Για τα παραπάνω ακίνητα και τους «ἐνοίκους» ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης (1078-1081) με χρυσόβουλλό του τον Ιανουάριο του 1080 χορήγησε στη μονή πλήρη φορολογική απαλλαγή15.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1082 —ύστερα από αίτηση του Βατοπεδινού μοναχού Σέργιου Τουρκόπουλου— ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) με χρυσόβουλλό του —εκτός των άλλων— απάλλαξε φορολογικά τη μονή Βατοπεδίου «ἀπὸ πασῶν τῶν ἐπηρειῶν» (από όλες τις οικονομικές επιβαρύνσεις), οι οποίες αφορούσαν τους εικοσιτέσσερις (24) «ἐνοίκους» (ενοικιαστές οικημάτων και καλλιεργητές γαιών), καθώς και το λουτρό που διέθετε «ἐντός τε καὶ ἐκτὸς τοῦ κάστρου Χρυσοπόλεως»16.
Περί τα μέσα του 14ου αιώνα, όταν ο ηγεμόνας των Σέρβων Στέφανος Δουσάν (1331-1355) επισκέφθηκε για προσκύνηση το Άγιον Όρος και συγκεκριμένα τις μονές της Μεγίστης Λαύρας και του Βατοπεδίου, επικύρωσε —ανάμεσα στα άλλα— τα κτήματα που διέθεταν οι ανωτέρω μονές στη Χρυσούπολη και έκανε προς αυτές και άλλες δωρεές. Ειδικότερα, όρισε με χρυσόβουλλό του τον Δεκέμβριο του 1347 η μονή της Λαύρας να λαμβάνει «κατ’ ἔτος ἀπὸ τῆς ἁλυκῆς καὶ σκάλας τῆς Χρυσουπόλεως ὑπέρπυρα τριακόσια εἴτοι οὐγγίας», δηλαδή 3600 ασημένια βενετικά δουκάτα (ή grossi)17. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι στη Χρυσούπολη υπήρχε αλυκή για την παραγωγή άλατος, αλλά και σκάλα δηλαδή αποβάθρα/προκυμαία/λιμάνι και ένα μέρος των εσόδων (300 υπέρπυρα κατ’ έτος) από την αλυκή και τη σκάλα τα δώριζε ο Στέφανος Δουσάν στη μονή της Λαύρας.
Επιπλέον, με χρυσόβουλλό του ο Δουσάν τον Απρίλιο του 1348 επικύρωσε τα κτήματα και άλλα ακίνητα που είχε η μονή Βατοπεδίου στη Χρυσούπολη: 1) Τη γη και την «ἐντὸς τοῦ κάστρου» εκκλησία και το «ὀσπήτιν» (που της είχε αφιερώσει ο μέγας ἑταιρειάρχης Ιωάννης Μαργαρίτης). 2) Άλλα «ὀσπήτια ἐντὸς τοῦ κάστρου καὶ (τα) ἐκτὸς, ἀμπέλια καὶ χωράφια» (που της είχε αφιερώσει ο κριτὴς τοῦ φοσσάτου Μαυροφόρος). 3) Τη γη των πεντακοσίων (500) μοδίων που ονομαζόταν «Ἀλευροῦ» (η οποία είχε περιέλθει στην κατοχή της από τον ἐπὶ τῆς τραπέζης Λάσκαρι) και 4) Τη γη των εκατόν πενήντα (150) μοδίων «πλησίον τοῦ κάστρου» (Χρυσοπόλεως), καθώς και τον «ἐντὸς τοῦ κάστρου τόπον», που άλλοτε ανήκε στον μέγα παπία Τζαμπλάκωνα18.
Κατά το β΄ μισό του 14ου αιώνα και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1357 το κάστρο της Χρυσούπολης, όπως και η Ανακτορόπολη (ερείπιά της σώζονται κοντά στη σημερινή Νέα Πέραμο Καβάλας), καθώς και το νησί της Θάσου παραχωρήθηκαν κατά τρόπο κληρονομικό με χρυσόβουλλο (που δεν έχει σωθεί) από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) στους αδελφούς (ιδρυτές της αθωνικής μονής Παντοκράτορος), τον μέγα στρατοπεδάρχη
Αλέξιο και τον μέγα πριμικήριο Ιωάννη19.
Μερικά χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1374, ο μέγας πριμικήριος Ιωάννης και η σύζυγός του Άννα Ασανίνα Κοντοστεφανίνα με γράμμα τους δώρισαν «ὑπὲρ ψυχικῆς … σωτηρίας» στη μονή
Παντοκράτορος ένα από τα αμπέλια που είχαν στη Χρυσούπολη και συγκεκριμένα «τὸ ἀμπέλιον τοῦ Λάκκου τὸ πλησίον τοῦ παλαιοκάστρου»20. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο Ιωάννης και η σύζυγός του Άννα δώρισαν το ίδιο χρονικό διάστημα (Αύγουστος του 1374) και «τὸ ἀμπέλιον τὸ πλησίον τῆς Ἁλυκῆς», που διέθεταν στη Χρυσούπολη, στη μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους21.
Στο τελευταίο τέταρτο του 14ου αιώνα οι ιερείς και ο κλήρος της Χρυσούπολης ήλθαν σε διένεξη και ρήξη με τους μοναχούς της μονής Εσφιγμένου, επειδή διεκδικούσαν και οι δύο πλευρές τον ναό του Αγίου Γεωργίου Μπαριάκου και τα έσοδά του. Ο εν λόγω ναός βρισκόταν στα βορειοδυτικά της Χρυσούπολης, πάνω σε ένα ύψωμα, τρία χλμ. ανατολικά από το σημερινό χωριό Αχινός, στις όχθες της ομώνυμης —αποξηραμένης στις μέρες μας— λίμνης (του Αχινού). Τον Μάιο του 1387 ο λογοθέτης της μητροπόλεως Σερρών, διάκονος Μανουήλ Ξενοφών, αφού άκουσε τα αντιμαχόμενα μέρη, από τη μία πλευρά τους Εσφιγμενίτες μοναχούς και από την άλλη τον ιερέα Δημήτριο, πρωτοπαπά (δηλ. πρωτοπρεσβύτερο) της Χρυσουπόλεως, τους ιερείς του και τον νομικό ιερέα Σγουρόπουλο, απέδωσε με «δικαιοτήριον» έγγραφό του τον ανωτέρω ναό στους μοναχούς της μονής Εσφιγμένου22.
Οι κάτοικοι της Χρυσούπολης Τζαπερηνός, Κανάπλης, Βρανάς και Δημήτριος Σερβόπουλος συμμετείχαν —μαζί με άλλους— ως μάρτυρες στον περιορισμὸ (οριοθέτηση) που έγινε σε χωράφια, τα οποία διέθεταν στον Στρυμόνα «πλησίον τῆς θεοσώστου πόλεως Χρυσοπόλεως» οι μονές Καρακάλου και Παντοκράτορος. Τα χωράφια αυτά συνόρευαν με τα «χρυσοπολιτικὰ δίκαια», δηλαδή τις εκτάσεις που καλλιεργούσαν οι κάτοικοι της Χρυσούπολης. Οι δύο αθωνικές μονές είχαν έλθει σε διένεξη μεταξύ τους για τα εν λόγω χωράφια. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1392, αφού μετέβησαν επί τόπου οι Καρακαληνοί και Παντοκρατορηνοί μοναχοί, οι προαναφερθέντες μάρτυρες «ἀπο …τῆς Χρυσοπόλεως», καθώς και ο πρῶτος του Αγίου Όρους Ιερεμίας καθόρισαν τα σύνορα των ανωτέρω κτημάτων. Το γράμμα του περιορισμού το υπέγραψαν —μεταξύ των άλλων— ο «πρωτοπαπᾶς (πρωτοπρεσβύτερος) τῆς θεοσόστου πόλεως Χρυσοπόλεως» ιερέας Ιωάννης Βληντάκις και ο νομικὸς της ίδιας πόλεως (του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται)23.
Τα «χρυσοπολιτικὰ δίκαια» μνημονεύονται δύο χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1394, σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425), το οποίο επικύρωνε τα ακίνητα που διέθετε η αθωνική μονή Παντοκράτορος στη Μακεδονία και στη Θάσο. Μεταξύ των άλλων γινόταν οριοθέτηση του μεγάλου κτήματος της μονής που ονομαζόταν Νησίον. Αυτό βρισκόταν κοντά στη Χρυσούπολη και συνόρευε με τα «χρυσοπολιτικὰ δίκαια». Επιπλέον, με το εν λόγω χρυσόβουλλο επικυρωνόταν στη μονή Παντοκράτορος το μονύδριο της Θεομήτορος, τα οἰκήματα, οι αμπελώνες και το τζιμηλλαρεῖον (ελαιοτριβείο) που είχε «εἰς τὴν Χρυσόπολιν»24. Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονταν και με «σιγιλλιῶδες γράμμα» που απέλυσε λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1394, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αντώνιος Δ΄(1389-1390, 1391-1397)25.
Από την άλλη πλευρά του ποταμού Στρυμόνα, στη δεξιά/δυτική όχθη και σε απόσταση τεσσάρων (4) χλμ. από τις εκβολές του, πάνω σε ένα ύψωμα, βρισκόταν το χωρίον Κρούσοβος ή Κρόσουβον (σημ. Παλαιά Άνω και Κάτω Κερδύλλια), το οποίο περιλαμβανόταν κατά την υστεροβυζαντινή εποχή στο κατεπανίκιον Στρυμόνος. Το χωριό αυτό καταστράφηκε από τους Γερμανούς στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (στις 17 Οκτωβρίου 1941) και 222 κάτοικοί του εκτελέσθηκαν σε ένα ακόμη Ελληνικό Ολοκαύτωμα. Σήμερα έχει κτισθεί το παραθαλάσσιο χωριό Νέα Κερδύλλια26. Το εν λόγω χωρίον Κρούσοβος (το όνομα προέρχεται από το σλαβικό Kruša: αχλάδι, απίδι, επομένως τόπος με [αγριο]αχλαδιές) δεν πρέπει να συγχέεται με το άλλο ομώνυμο χωρίον (Κρούσοβος), το οποίο βρισκόταν στο κατεπανίκιον Άνω Βαλάβιστας και ταυτίζεται με το σημερινό Αχλαδοχώρι, δεκαπέντε
(15) χλμ. βορειοανατολικά του Σιδηροκάστρου Σερρών27.
Το χωρίον ο Κρούσοβος του κατεπανικίου Στρυμόνος και το εκεί μετόχι των Αγίων Αναργύρων αποτελούσαν κτήμα της μονής Εσφιγμένου Αγίου Όρους. Συγκεκριμένα, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγος (1259-1282) με δύο χρυσόβουλλά του, ένα στο τέλος του 1258 – αρχές του 1259 και ένα δεύτερο τον Ιούνιο του 1259, επικύρωσε —μεταξύ άλλων— το εν λόγω μετόχι ως ιδιοκτησία της μονής. Φαίνεται πως η μονή Εσφιγμένου κατείχε αρχικά τα δύο από τα τρία τμήματα του χωρίου του Κρουσόβου και ο Μιχαήλ Η΄ της παραχώρησε και το τρίτο τμήμα (πρὸς τούτοις καὶ ἡ τρίτη μερὶς τοῦ αὐτοῦ χωρίου τοῦ Κρουσόβου), ώστε ολόκληρο το χωρίον, με τους παροίκους, τα χωράφια, τους αμπελώνες και το υδρομυλικό εργαστήριο να κατέχεται από τη μονή28. Το μετόχι και τα κτήματα του μοναστηριού εκτείνονταν στην κοιλάδα που κατέβαινε από τον Κάτω Κρούσοβο
(Παλαιά Κάτω Κερδύλλια) προς τον ποταμό Στρυμόνα29.
Για το χωρίον Κρούσοβος διαθέτουμε δύο πρακτικά: Το πρώτο συντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1318 (από τους απογραφείς του θέματος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Κουνάλη, Δημήτριο Κοντένο και Λέοντα Καλόγνωμο), ενώ το δεύτερο τον Δεκέμβριο του 1321 (από τον απογραφέα Θεσσαλονίκης Γεώργιο Φαρισαίο) (αναλυτικά βλ. κατωτέρω Πίνακες 1 και 2)30. Από αυτά προκύπτει ότι ο αριθμός των παροίκων του μετοχίου παρέμενε σχεδόν ίδιος (82 κάτοικοι στο πρώτο, 86 στο δεύτερο). Επιπλέον, στο πρώτο πρακτικό, ένας (1) πάροικος ήταν ζευγαράτος31 και οκτώ (8) βοϊδάτοι32 σε σύνολο 25 οικογενειών, ενώ στο δεύτερο τέσσερις (4) πάροικοι ήταν ζευγαράτοι και τέσσερις (4)
βοϊδάτοι σε σύνολο 22 οικογενειών. Ανάμεσα στα δύο πρακτικά διαπιστώνεται στο δεύτερο, τρία χρόνια δηλαδή μετά, μία μικρή μείωση στα υπόλοιπα οικονομικά μεγέθη. Ο αριθμός των οικογενειών των παροίκων μειώθηκε από 25 σε 22, οι γαίες που κατείχαν και καλλιεργούσαν οι πάροικοι από 439 περιορίσθηκαν σε 328 μοδίους, τα αμπέλια από 37 σε 30 μοδίους, τα οπωροφόρα δένδρα σε αριθμό από 77 καταγράφονται 13, τα ζώα (τα γίδια) από 49 έγιναν 36. Κατά συνέπεια, τα έσοδα της μονής που προέρχονταν από το εν λόγω μετόχι παρουσίασαν μείωση ετησίως από 28 σε 26 υπέρπυρα33. Τα παραπάνω στοιχεία, αν συνδυαστούν και με άλλα ανάλογα παραδείγματα σε γειτονικά χωρία, όπως τα Στεφανιανά και τα Βραστά (σημ. Βρασνά), που ανήκαν στη μονή Εσφιγμένου, δείχνουν μία γενικότερη σταδιακή οικονομική συρρίκνωση και παρακμή34.
Το χωρίον ο Κρούσοβος (ἡ Κρούσσωβα), καθώς και άλλα κτήματα που διέθετε η μονή Εσφιγμένου επικυρώθηκαν σε αυτήν τον Νοέμβριο του 1334 με γραφὴ του μεγάλου στρατοπεδάρχη Παλαιολόγου Σφρα(ν)τζή35.
Το 1341-1342 όμως τα δύο από τα τρία τμήματα του χωρίου του Κρουσόβου αφαιρέθηκαν από τη μονή Εσφιγμένου και αποδόθηκαν το πρώτο τμήμα στον Γαβριηλόπουλο και το δεύτερο στον Φαρμάκη. Το γεγονός αυτό —όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις— πιθανότατα οφειλόταν στον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει τότε στη δεκαετία του 1340 και στα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το βυζαντινό κράτος, οπότε άμεσα θύματα ήταν τα μοναστήρια και στη συγκεκριμένη περίπτωση η μονή Εσφιγμένου36.
Πάντως τα δύο ανωτέρω τμήματα του χωρίου του Κρουσόβου αποδόθηκαν πάλι στη μονή τον Δεκέμβριο του 1347 με χρυσόβουλλο του ηγεμόνα των Σέρβων Στέφανου Δουσάν (1331-1355). Ο ηγεμόνας των Σέρβων απέλυσε ένα πρώτο χρυσόβουλλο υπέρ της μονής Εσφιγμένου το 1346, με το οποίο επικύρωσε διάφορα κτήματα της μονής,



μεταξύ των οποίων ήταν και το χωρίον ο Κάτω Κρούσοβος και η περιοχή του37. Με ένα δεύτερο χρυσόβουλλο τον Δεκέμβριο του 1347 επέστρεψε και απέδωσε τα δύο προαναφερθέντα τμήματα του χωρίου του Κρουσόβου, που είχαν αποσπασθεί, ξανά στη μονή, ώστε αυτή να κατέχει «τὸ δηλωθὲν μετόχιον ἅπαν»38.
Εν κατακλείδι, εκείνο το οποίο έχουμε να σημειώσουμε είναι πως η πόλη-κάστρο της Χρυσούπολης βρισκόταν σε κομβικό σημείο δίπλα στη θάλασσα, κοντά στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα, με μια πλούσια και εύφορη ενδοχώρα, την πεδιάδα των Σερρών να απλώνεται στα βόρειά της. Διέθετε σκάλα (αποβάθρα/προκυμαία/λιμάνι) καιαλυκή για την παραγωγή άλατος. Οι αθωνικές μονές (της Λαύρας, του Βατοπεδίου, του Εσφιγμένου και του Παντοκράτορος) απέκτησαν στην περιοχή και μέσα στο κάστρο της Χρυσούπολης σταδιακά πολλά κτήματα και ακίνητα. Η Χρυσούπολη μνημονεύεται στα αγιορειτικά έγγραφα της βυζαντινής περιόδου έως τα τέλη του 14ου αιώνα.
Μετά την τουρκική κατάκτηση συνέχισε να επιβιώνει μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, οπότε ερειπώθηκε και εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της39.
Από την άλλη πλευρά, το χωρίον ο Κρούσοβος, που βρισκόταν πάνω σε ύψωμα, με εξαιρετική θέα των εκβολών του ποταμού Στρυμόνα και του κόλπου του Ορφανού, ήταν μετόχι της αθωνικής μονής του Εσφιγμένου. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του 1318 και 1321, ο Κρούσοβος, καθώς και άλλα χωριά της βυζαντινής υπαίθρου, είχε μία μικρή κάμψη στα οικονομικά του μεγέθη. Το γεγονός αυτό είναι ένδειξη της γενικότερης παρακμής που άρχισε να διαφαίνεται τότε. Στη συνέχεια, οι εμφύλιες διαμάχες στο εσωτερικό του Βυζαντίου κατά το α΄ μισό του 14ου αιώνα και η προέλαση των Τούρκων στη Θράκη και τη Μακεδονία από το β΄ μισό του 14ου αιώνα και έπειτα40 επιδείνωσαν την κατάσταση και επέφεραν τον οικονομικό μαρασμό των βυζαντινών πόλεων και χωριών.


Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
gchariza@he.duth.gr


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΧΟΛΙΑ :
______________________________________________
* Ανακοίνωση στο ΛΘ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο (Θεσσαλονίκη, 23-25
Μαΐου 2018).
1 J. Bompaire κ.ά. (έκδ.), Actes de Vatopédi, τ. Ι: Des origines à 1329 [Archives de
l’Athos XXI], Paris 2001 (στο εξής: A. Vat. I), αρ. 1 (έτ. 959), σ. 65-67, 66.4: «εἰς τὸ[ν]
κάστρον Χρυσοπόλεως» και αρ. 6 (έτ. 1033), σ. 87-90, 89.6: «ἐν τῇ περιοχῆ κάστρου
Χρυσοπόλεως». — Vassiliki Kravari (έκδ.), Actes du Pantocrator [Archives de l’Athos
XVII], Paris 1991 (στο εξής: A. Pant.), αρ. 9 (έτ. 1374), σ. 91-94, 93.7: «ἡ Χρυσούπολις
τὸ φρούριον» και αρ. 13 (έτ. 1392), σ. 112-116, 114.1-2: «πλησίον τῆς θεοσώστου πόλε-
ως Χρυσοπόλεως», 115.33: «τῆς θεοσόστου πόλεως Χρυσοπόλεως».
2 Βλ. P. Lemerle, Philippes et la Macédoine orientale à l’ époque chrétienne et byzantine.
Recherches d’histoire et d’Archéologie [Bibliothèque des Écoles Françaises d’Athènes
et de Rome 158], Paris 1945 (στο εξής: P. Lemerle, Philippes), σ. 264-265. — Fanoula Papazoglou,
Eion-Amphipolis-Chrysopolis, Zbornik Radova Vizantološkog Instituta 36.2
(1953) 7-24 (στο εξής: F. Papazoglou, Chrysopolis). — A. W. Dunn, The Survey of
Khrysoupolis, and Byzantine Fortifications in the Lower Strymon Valley, Jahrbuch der
Österreichischen Byzantinistik 32.4 (1982) [=H. Hunger (εκδ.), Akten des XVI. Internationaler
Byzantinistenkongress (Wien, 4-9 Oktober 1981), τ. II.4] 605-614 (στο εξής: A.
Dunn, Khrysoupolis), σ. 605-607. — T. E. Gregory, Chrysopolis in Macedonia, στο A. P.
Kazhdan κ.ά. (εκδ.), The Oxford Dictionary of Byzantium, τ. I-III, New York – Oxford
1991 (στο εξής: ODB), τ. Ι, σ. 454-455. — Σταυρούλα Δαδάκη κ.ά., «Από τη σκιά του
Όρους περ λεβάντε είναι μίλια…». Πόλεις-κάστρα-λιμάνια στις ακτές του Βορείου Αι-
γαίου, στο Flora Karagianni (εκδ.), Medieval Ports in North Aegean and the Black Sea.

Links to the Maritime Routes of the East. International Symposium, Thessalonike, 4-6
December 2013. Proceedings, Thessalonike 2013, σ. 211-232, εδώ 211 κ.ε. (στο εξής: Στ.
Δαδάκη κ.ά., Πόλεις-κάστρα-λιμάνια).
3 P. Lemerle – A. Guillou – N. Svoronos – Denise Papachryssanthou (έκδ.), Actes de
Lavra, τ. Ι: Des origines à 1204 [Archives de l’Athos V], Paris 1970 (στο εξής: A. Lavr. I),
σ. 60, 73. Για την κλεισούρα Στρυμόνος (688), που οργανώθηκε αργότερα στις αρχές
του 9ου αιώνα στο θέμα Στρυμόνος, το οποίο εκτεινόταν μεταξύ των ποταμών Στρυμό-
να και Νέστου, βλ. Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα, Τα θέματα του μακεδονικού χώ-
ρου. Το θέμα Στρυμόνος, στο Βυζαντινή Μακεδονία 324-1430 μ.Χ. Διεθνές Συμπόσιο,
Θεσσαλονίκη 29-31 Οκτωβρίου 1992 [Μακεδονική Βιβλιοθήκη 82], Θεσσαλονίκη
1995, σ. 307-319, εδώ 312, 315, 319. — Alexandra-Kyriaki Wassiliou-Seibt, Reconstructing
the Byzantine Frontier on the Balkans (late 8th-10th c.), Revue des Études Byzantines
73 (2015) 229-239 (στο εξής: Α.-Κ. Wassiliou-Seibt, Byzantine frontier), σ. 231, 237, 239.
4 O Γ. Θεοχαρίδης τοποθετεί τη Χρυσούπολη στο κατεπανίκιο της Ζαβαλτίας ή
Παραστρυμόνου (ή Παραλιμνίας), βλ. Γ. Ι. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια τῆς Μακεδονίας.
Συμβολὴ εἰς τὴν διοικητικὴν ἱστορίαν καὶ γεωγραφίαν τῆς Μακεδονίας κατὰ τοὺς
μετὰ τὴν Φραγκοκρατίαν χρόνους [Μακεδονικά, Παράρτημα 1], Θεσσαλονίκη 1954
(στο εξής: Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια), σ. 90-91. Το βέβαιο όμως είναι ότι η Χρυσού-
πολη περιλαμβανόταν στην αρχοντία ή κατεπανίκιο του Λυκοσχίσματος (ή Ποπολί-
ας), βλ. J. Lefort κ.ά. (έκδ.), Actes d’Iviron, τ. I: Des origines au milieu du XIe siècle
[Archives de l’Athos XIV], Paris 1985 (στο εξής: A. Iv. I), αρ. 30 (β΄ μισό 11ου αι.), σ.
262-270, 268.2: «Εν τῆ διοικήσει Βολεροῦ καὶ Στρυμόνος, κάστρον Χρυσωπόλεως,
ἀρχοντία τοῦ Λοικοσχείματος», καθώς και P. Lemerle κ.ά. (έκδ.), Actes de Lavra, τ. IV:
Études historiques – Actes Serbes – Compléments et index [Archives de l’Athos XI], Paris
1982 (στο εξής: Α. Lavr. IV), σ. 119, σημ. 400.
5 Bλ. Ι. Σ. Σαρρής, Χρυσούπολις, στο Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία Παύλου
Δρανδάκη, τ. Α΄-ΚΔ΄, Ἀθῆναι 1927-1934, τ. ΚΔ΄, σ. 758.
6 Η Χριστούπολη (αρχαία Νεάπολη) ήταν το λιμάνι των Φιλίππων. Αναλυτικά βλ.
Τ. Ε. Gregory, Christoupolis (Χριστούπολις, mod. Kavala), στο ODB, τ. Ι, σ. 443, όπου
και βιβλιογραφία.
7 Α.Vat. I, αρ. 1 (έτ. 959), σ. 65-67. Για τα καθήκοντα του πρωτοσπαθαρίου και
χαρτουλαρίου, αντίστοιχα βλ. R. Guilland, Recherches sur les institutions byzantines, τ.
Ι-ΙΙ, Berlin – Amsterdam 1967 (στο εξής: R. Guilland, Institutions), τ. ΙΙ, σ. 99 κ.ε. – A.
Kazhdan – A. Cutler, Protospatharios (πρωτοσπαθάριος), στο ODB, τ. ΙΙΙ, σ. 1748 και
A. Kazhdan, Chartoularios (χαρτουλάριος), στο ODB, τ. Ι, σ. 416. Κλασματικές ήταν οι
γαίες που είχαν μείνει ακαλλιέργητες για διάστημα τριάντα (30) ετών, οπότε περιέρχο-
νταν στο δημόσιο, το οποίο στη συνέχεια τις διέθετε όπως ήθελε. Βλ. Fr. Dölger, Beiträge
zur Geschichte der byzantinischen Finanzverwaltung besonders des 10. und 11.
Jahrhunderts. Eine Lichtdrucktafel [Byzantinisches Archiv 9], Darmstadt 19602 (στο
εξής: Fr. Dölger, Finanzverwaltung), σ. 139-140. — Angeliki E. Laiou – Cécile Morrisson,
Η βυζαντινή οικονομία, μτφρ. Δ. Κυρίτσης – επιμ. Χ. Α. Μπαλτάς, Αθήνα 2011 (στο
εξής: A. Laiou – C. Morrisson, Βυζαντινή οικονομία), σ. 151. — M. C. Bartusis, Klasma
(κλάσμα, lit. “fragment”), στο ODB, τ. ΙΙ, σ. 1132. O μόδιος ήταν μονάδα μέτρησης, με
την οποία, εκτός από ποσότητα σιτηρών, μετρούσαν και την έκταση της γης. Όσον
αφορά τις εκτάσεις, ένας μόδιος κυμαινόταν από περίπου 888 τ.μ. έως 1279 τ.μ. Από
τον 13ο αιώνα ένας μόδιος αντιστοιχούσε, κατά μέσο όρο, σε ένα στρέμμα γης (1000
τ.μ.). Βλ. J. Lefort, Η αγροτική οικονομία (7ος-12ος αιώνας), στο Αγγελική Ε. Λαΐου κ.ά.
(εκδ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τ. Α΄-Γ΄,
Αθήνα 2006, τ. Α΄, σ. 377-487, εδώ 394-395, σημ. 54. — E. Schilbach – A. Kazhdan, Modios
(μόδιος), στο ODB, τ. ΙΙ, σ. 1388.
8 Α. Ιv. I, αρ. 6 (έτ. 984), σ. 135-140, 139.23, 32-33. — A. Lavr. I 44, 60, σημ. 30, 61,
73. Αναλυτικά για τους ἐξκουσευομένους ή ἐξκουσάτους οἴκους βλ. Πολύμνια Κατσώ-
νη – Μάρθα Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Λεξικό Βυζαντινής Ορολογίας. Οικονομικοί όροι,
τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 2015 (στο εξής: Π. Κατσώνη – Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Λεξικό ΙΙ),
σ. 196-198. — Μ. C. Bartusis, Exkoussatos (ἐξκουσσᾶτος), στο ODB, τ. ΙΙ, σ. 770. H
ἐξκουσσεία (από το λατινικό excusatio) δήλωνε την απαλλαγή από συμπληρωματι-
κούς φόρους και από κάθε είδους πρόσθετες έκτακτες φορολογικές επιβαρύνσεις, όχι
όμως και από τον έγγειο φόρο. Ωστόσο, από τον 14ο αιώνα και έπειτα ἐξκουσσεία
σήμαινε τη γενική φορολογική απαλλαγή. Βλ. Π. Κατσώνη –Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου,
Λεξικό ΙΙ 198-203. — M. C. Bartusis, Exkousseia (ἐξκουσσεία), στο ODB, τ. ΙΙ, σ. 770-
771. Όσον αφορά τη μονή της Μεγίστης Λαύρας, βλ. Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ο
Αθωνικός μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση, Αθήνα 1992 (στο εξής: Δ. Παπαχρυσάν-
θου, Αθωνικός μοναχισμός), σ. 194 κ.ε. — Γ. Χρ. Χαριζάνης, Η ίδρυση και οι απαρχές
λειτουργίας της Αθωνικής Πολιτείας, Θεσσαλονίκη 2007 (στο εξής: Γ. Χαριζάνης,
Αθωνική Πολιτεία), σ. 84 κ.ε.
9 A. Vat. I, αρ. 6 (έτ. 1033), σ. 87-90. Για τη μονή των Μηλεών Αγίου Όρους βλ. Γ.
Χαριζάνης, Αθωνική Πολιτεία 136. Σχετικά με το αξίωμα του στρατηγού και τον τίτλο
του σπαθαροκανδιδάτου, αντίστοιχα βλ. R. Guilland, Institutions, τ. Ι, σ. 380 κ.ε. — Α.
Κazhdan, Spatharokandidatos (σπαθαροκανδιδᾶτος), στο ODB, τ. ΙΙΙ, σ. 1936. Όσον
αφορά τον μητροπολίτη Φιλίππων Ιωάννη, βλ. P. Lemerle, Philippes 272. Για τον πρω-
τοσπαθάριο και κριτή του θέματος Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης Ανδρόνι-
κο βλ. Elisabeth Chatziantoniou, The Kritai/praitores of Boleron, Strymon and
Thessalonike in the 11th century. Prosopography and provincial administration, Βυζα-
ντινά 34 (2016) 111-170, σ. 122, 165.
10 Στο εν λόγω πρακτικό γινόταν περιορισμός (οριοθέτηση) —εξαιτίας αμφισβήτη-
σης που είχε προκύψει— των συνόρων του προαστείου (μεγάλου κτήματος) του Ευ-
νούχου (σημερινό χωριό Μαυροθάλασσα, στο νότιο τμήμα της πεδιάδας των Σερρών),
που ανήκε στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και του διπλανού προαστείου της
Μελίτζιανης (σημερινό χωριό Ίβηρα), της μονής των Ιβήρων. Αναλυτικά βλ. J. Lefort
κ.ά. (έκδ.), Actes d’Iviron, τ. ΙΙ: Du milieu du XIe siècle à 1204 [Archives de l’Athos
XVI], Paris 1990 (στο εξής: A. Iv. II), αρ. 40 (έτ. 1071), σ. 118-128, 126.30-31, 128.56-58.
Τα προάστεια ήταν μεγάλα κτήματα, τα οποία καλλιεργούσαν δούλοι μόνιμα εγκατε-
στημένοι σε αυτά ή πάροικοι, δηλαδή εξαρτημένοι καλλιεργητές. Βλ. Fr. Dölger, Finanzverwaltung
115, 127. — Βασιλική Νεράντζη-Βαρμάζη, Αγροτική και αστική
οικονομία στο Βυζαντινό κράτος, Θεσσαλονίκη 2002 (στο εξής: Β. Νεράντζη-Βαρμάζη,
Οικονομία), σ. 31, 38-44. — Μ. C. Bartusis, Proasteion (προάστειον), στο ODB, τ. ΙΙΙ, σ.
1724. Σχετικά με το προάστειον της Μελίτζιανης της μονής Ιβήρων βλ. Κ. Μουστάκας,
Οι αθωνικές περιουσίες στην νοτιο-ανατολική Μακεδονία τις πρώτες δεκαετίες του
16ου αιώνα, στο Η εξακτίνωση του Αγίου Όρους στον Ορθόδοξο κόσμο: Τα Μετόχια.
Αγιορειτική Εστία, Πρακτικά Θ΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη,
21-23 Νοεμβρίου 2014), Θεσσαλονίκη 2015, σ. 93-105, εδώ 100. Όσον αφορά τα αξιώ-
ματα του πρωτοσπαθαρίου και σπαθαροκανδιδάτου, αντίστοιχα βλ. ανωτέρω σημ. 7
και 9.
11 Επίσκοπος Εζεβών ήταν τότε ο Θεόδουλος, ενώ ηγούμενος της μονής Ιβήρων ο
Ιωάννης. Αναλυτικά βλ. A. Iv. II, αρ. 43 (έτ. 1085), σ. 141-150, 149.49-50. Για τα καθή-
κοντα του νομικοῦ βλ. A. Kazhdan, Nomikos (νομικός), στο ΟDB, τ. ΙΙΙ, σ. 1490. Σχετι-
κά με τη μονή Ιβήρων Αγίου Όρους και την ίδρυσή της βλ. Δ. Παπαχρυσάνθου,
Αθωνικός μοναχισμός 226-232, 242. — Γ. Χαριζάνης, Αθωνική Πολιτεία 116-123.
12 A. Iv. II, αρ. 51 (έτ. 1103), σ. 203-211, 209.100, 211.130-132. Για το αξίωμα του ἱε-
ρομνήμονα βλ. Βασιλική Α. Λεονταρίτου, Εκκλησιαστικά αξιώματα και υπηρεσίες
στην πρώιμη και μέση βυζαντινή περίοδο [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte
8], Αθήνα 1996 (στο εξής: Β. Λεονταρίτου, Εκκλησιαστικά αξιώματα), §47, σ.
262 κ.ε. Σχετικά με τον τιμητικό τίτλο του σεβαστοῦ βλ. A. Kazhdan, Sebastos (σεβα-
στός), στο ODB, τ. ΙΙΙ, σ. 1862-1863. Οι πάροικοι ήταν εξαρτημένοι καλλιεργητές, ενώ
ως προσκαθήμενοι χαρακτηρίζονταν οι πάροικοι που σχετικά πρόσφατα είχαν εγκα-
τασταθεί σε έναν τόπο/κτήμα για να αναλάβουν την καλλιέργειά του. Βλ. Β. Νερά-
ντζη-Βαρμάζη, Οικονομία 40-44.
13 A. Iv. II, αρ. 52 (έτ. 1104), σ. 211-248, 234.219. Ζευγαράτος ήταν ο πάροικος που
κατείχε ένα ζευγάρι βόδια και ενδεχομένως χωραφιαία γη με έκταση τόση όση μπο-
ρούσε να οργώσει ένα ζευγάρι αροτήρων βοδιών στην εποχή της σποράς. Βλ. Π. Κα-
τσώνη – Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Λεξικό ΙΙ 262-264. Σχετικά με το προάστειον
(μεγάλο κτήμα) βλ. ανωτέρω σημ. 10.
14 Α. Ιv. II, αρ. 53 (α΄ δεκαετία του 12ου αι.), σ. 248 κ.ε., 275.399 και 277.427.15 A. Vat. I 12, 14, 23 και αρ. 10 (έτ. 1080), σ. 109-114, 112.11-18, 113.30. Η Αβαρνί-
κεια βρισκόταν πέντε (5) χλμ. νοτιοδυτικά του Ραδολίβους —προς την κατεύθυνση της
Χρυσούπολης— και είναι στις μέρες μας ένα χωριό εγκαταλελειμμένο. Βλ. A. Vat. I 36.
Oι ἔνοικοι, εκτός από καλλιεργητές γης, που φαίνεται πως διέφεραν από τους παροί-
κους και μισθωτές, ήταν και ενοικιαστές οικημάτων (στη συγκεκριμένη περίπτωση της
μονής Βατοπεδίου). Βλ. Π. Κατσώνη – Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Λεξικό ΙΙ 172. Όσον
αφορά τη μονή Βατοπεδίου και την ίδρυσή της βλ. Δ. Παπαχρυσάνθου, Αθωνικός μο-
ναχισμός 235-237 — Γ. Χαριζάνης, Αθωνική Πολιτεία 125-126.
16 A. Vat. I, αρ. 11 (έτ. 1082), σ. 114-118, 118.39-41. Για την ἐπήρεια, που σήμαινε
την οικονομική επιβάρυνση σε είδος ή σε χρήμα, πέρα από τον έγγειο φόρο βλ. Π. Κα-
τσώνη – Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, Λεξικό ΙΙ 211-213.17 P. Lemerle κ.ά. (έκδ.), Actes de Lavra, τ. III: De 1329 à 1500 [Archives de l’Athos
X], Paris 1979 (στο εξής: A. Lavr. III), αρ. 128 (έτ. 1347), σ. 35-39, 38.30-31. — A. Lavr.
IV 119, 151. Ένα (1) ὑπέρπυρον αντιστοιχούσε σε μία (1) οὐγγία βενετικών δουκάτων,
δηλαδή σε δώδεκα (12) ασημένια βενετικά δουκάτα (οπότε τριακόσια [300] υπέρπυρα
× 12 = 3600 ασημένια βενετικά δουκάτα). Bλ. Α. Lavr. III 37. Για την κατάσταση που
επικρατούσε στη βυζαντινή νομισματοκοπία κατά τον 13ο-14ο αιώνα, τη στροφή του
Βυζαντίου προς τον άργυρο και τα ασημένια νομίσματα (λόγω έλλειψης χρυσού) και
αντίστροφα της Δύσης προς τον χρυσό και τα χρυσά νομίσματα βλ. A. Laiou – C. Morrisson,
Βυζαντινή οικονομία 300-311. Όσον αφορά το αλάτι, τις αλυκές και την παρα-
γωγή άλατος βλ. Γ. Χρ. Χαριζάνης, Το αλάτι, οι αλυκές και οι αλυκάριοι της
Θεσσαλονίκης στα τελευταία βυζαντινά χρόνια, Μακεδονικά 42 (2017) 67-78, σ. 70.
18 J. Lefort κ.ά. (έκδ.), Αctes de Vatopédi, τ. ΙΙ: De 1330 à 1376 [Archives de l’Athos
XXII], Paris 2006 (στο εξής: Α. Vat. II), σ.18, 38 και αρ. 97 (έτ. 1348), σ. 211-216,
215.18-27. H γη στην Αλευρού, καθώς και άλλη γη που διέθετε η μονή Βατοπεδίου
«πλησίον τοῦ κάστρου» (Χρυσουπόλεως) επικυρώθηκαν —μεταξύ των άλλων— για τη
μονή με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (1341-1391) τον Σε-
πτέμβριο του 1356, ύστερα από παράκληση των Βατοπεδινών μοναχών. Βλ. Α. Vat. II,
αρ. 108 (έτ. 1356), σ. 257-263, 262.44-48. Για τον μέγα ἑταιρειάρχη Ιωάννη Μαργαρίτη,
τον κριτὴ τοῦ φοσσάτου Μαυροφόρο και τον μέγα παπία Τζαμπλάκωνα (τον Αλέξιο
ή τον Αρσένιο), αντίστοιχα βλ. E. Trapp κ.ά. (εκδ.), Prosopographisches Lexikon der
Palaiologenzeit, τ. Ι-XII, Wien 1976-1996 (στο εξής: PLP), αρ. 16850, 17504 και 27748 ή
27752. Σχετικά με τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του μεγάλου ἑταιρειάρχη, του
κριτῆ τοῦ φοσσάτου, του ἐπὶ τῆς τραπέζης και του μεγάλου παπία, αντίστοιχα βλ. A.
Kazhdan, Hetaireiarches (ἑταιρειάρχης), στο ODB, τ. ΙΙ, σ. 925-926. — Toυ ιδίου, Krites
tou phossatou (κριτὴς τοῦ φωσσάτου), στο ODB, τ. ΙΙ, σ. 1159. — Του ιδίου, Epi tes
trapezes (ὁ ἐπὶ τῆς τραπέζης), στο ODB, τ. Ι, σ. 722. — Toυ ιδίου, Papias (παπίας), στο
ODB, τ. ΙΙΙ, σ. 1580.19 A. Pant. 8. Για τη μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους βλ. Σ. Καδάς, Το Άγιον
Όρος. Τα μοναστήρια και οι θησαυροί τους, Αθήνα 19895 (στο εξής: Σ. Καδάς, Άγιον
Όρος), σ. 75-77. Σχετικά με τη Θάσο και τις κτήσεις αθωνικών μονών στο νησί βλ. Βα-
σιλική Νεράντζη-Βαρμάζη, Αγιορειτικές ιδιοκτησίες στη Θάσο κατά τον 14ο αιώνα,
Θασιακά 10 (1996-1997) [=Γ΄ Συμπόσιο Θασιακών Μελετών. Η Θάσος διαμέσου των
αιώνων: Ιστορία – Τέχνη – Πολιτισμός. Πρακτικά, Αφιέρωμα στον Τάσο Γριτσόπου-
λο, εκδ. Κ. Ι. Χιόνης, Καβάλα 2001] 523-530. Για τις αρμοδιότητες του μεγάλου πριμι-
κηρίου και του μεγάλου στρατοπεδάρχη, αντίστοιχα βλ. R. Guilland, Institutions, τ. I,
σ. 300 κ.ε. και 498 κ.ε. Όσον αφορά τον μέγα στρατοπεδάρχη Αλέξιο (Παλαιολόγο) βλ.
PLP, αρ. 609.
20 Α. Pant. 15 και αρ. 9 (έτ. 1374), σ. 91-94, 93.5-7, 94.7-8. Για την Άννα Ασανίνα
Κοντοστεφανίνα βλ. PLP, αρ. 1525.
21 A. Vat. II 15, 18, 24, 38 και αρ. 141 (έτ. 1374), σ. 381-384, 383.5-10.
22 J. Lefort (έκδ.), Actes d’Esphigménou [Archives de l’Athos VI], Paris 1973 (στο
εξής: A. Esph.), αρ. 28 (έτ. 1387), σ. 164-167, 166-167. Για τη θέση του ναού του Αγίου
Γεωργίου Μπαριάκου βλ. A. Esph. 100. Ο εν λόγω ναός είχε αρχικά δωρηθεί στη μονή
Εσφιγμένου από τον [Ιωαννίκιο] Φραγγόπουλο (βλ. PLP, αρ. 30089) περί τα τέλη του
13ου αιώνα, μεταξύ 1290-1300. Αποσπάσθηκε από τη μονή από τον μέγα πριμικήριο
Ιωάννη (τον έναν από τους ιδρυτές της αθωνικής μονής Παντοκράτορος) κατά το διά-
στημα 1371-1383, ο οποίος προσέφερε τα έσοδα του ναού στον εφημέριο ιερέα και
στον κλήρο της Χρυσούπολης. Τελικά, ύστερα από τη διένεξη που ξέσπασε ανάμεσα
στους μοναχούς της μονής Εσφιγμένου και στον κλήρο της Χρυσούπολης, ο ναός απο-
δόθηκε στους Εσφιγμενίτες μοναχούς. Βλ. A. Esph. 26-27, 166. Σχετικά με τη μονή
Εσφιγμένου Αγίου Όρους και την ίδρυσή της βλ. Δ. Παπαχρυσάνθου, Αθωνικός μονα-
χισμός 238. — Γ. Χαριζάνης, Αθωνική Πολιτεία 131. Για τα καθήκοντα του λογοθέτη
και του πρωτοπαπά (ή πρωτοπρεσβύτερου) βλ. Β. Λεονταρίτου, Εκκλησιαστικά αξιώ-
ματα §58, σ. 302 κ.ε. και §72, σ. 483 κ.ε. Όσον αφορά τον λογοθέτη και διάκονο της
μητροπόλεως Σερρών Μανουήλ Ξενοφών, τον πρωτοπαπά Χρυσουπόλεως Δημήτριο
και τον νομικό ιερέα Σγουρόπουλο, αντίστοιχα βλ. PLP, αρ. 20901, 5326 και 25005.
23 Α. Pant., αρ. 13 (έτ. 1392), σ. 112-116, 114-116. Για τη σημασία του όρου δίκαιον
(δίκαια), το δικαίωμα δηλαδή κατοχής και νομής γαιών και παραγωγικών εγκατα-
στάσεων από το δημόσιο, ιδιώτες, μονές κτλ., βλ. Π. Κατσώνη – Μ. Γρηγορίου-
Ιωαννίδου, Λεξικό ΙΙ 78-80. Σχετικά με τη μονή Παντοκράτορος βλ. ανωτέρω σημ. 19,
ενώ για τη μονή Καρακάλου βλ. Σ. Καδάς, Άγιον Όρος 95-97. — Γ. Χαριζάνης, Αθωνι-
κή Πολιτεία 138. Για τους κατοίκους της Χρυσούπολης Βρανά, Κανάπλη, Τζαπερηνό,
Δημήτριο Σερβόπουλο και τον πρωτοπαπά Ιωάννη Βληντάκι βλ. αντίστοιχα PLP, αρ.
93268, 93757, 94586, 94499 και 93234. Στον ανωτέρω περιορισμό συμμετείχαν ως μάρ-
τυρες, εκτός από τους αναφερόμενους κατοίκους της Χρυσούπολης, και από το γειτο-
νικό χωρίον Ορφάνιον κάποιος Στυλιανός, ενώ από το χωρίον Προιβίστα (σημ.
Παλαιοκώμη) «ὁ γέρων οὕτω καλούμενος Δενδρούτζικος». Βλ. A. Pant., αρ. 13 (έτ.
1392), σ. 114.5-7. — PLP, αρ. 94556 και 93409. Όσον αφορά τον πρῶτο του Αγίου
Όρους Ιερεμία βλ. Δ. Παπαχρυσάνθου, Αθωνικός μοναχισμός 375-376.24 Το αναφερόμενο χρυσόβουλλο απέλυσε ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ Παλαιο-
λόγος, ύστερα από παράκληση των μοναχών της μονής Παντοκράτορος, επειδή, εξαι-
τίας πυρκαγιάς που είχε ξεσπάσει στη μονή τους, είχαν καταστραφεί και χαθεί
χρυσόβουλλα προηγούμενων αυτοκρατόρων, που διέθεταν. Βλ. A. Pant. 14, 31, 34 και
αρ.16 (έτ. 1394), σ. 124-128, 126-127.
25 A. Pant., αρ. 17 (έτ. 1394), σ. 129-134, 132.
26 A. Esph. 61-62. — Γ. Θεοχαρίδης, Κατεπανίκια 82-83. Για την έννοια του όρου
χωρίον βλ. Fr. Dölger, Finanzverwaltung 114, 115, 126. — Αγγελική Ε. Λαΐου-
Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία στην Ύστερη Βυζαντινή Εποχή, μτφρ. Αγλαΐα
Κάσδαγλη, Αθήνα 1987, σ. 44 κ.ε.
27 A. Vat. I 301. — A.-K. Wassiliou-Seibt, Byzantine frontier 237-238.28 Α. Εsph. 20 και αρ. 6 (έτ. 1258-1259), σ. 59-63, 62.31-34 – Appendice A (έτ. 1259),
σ. 183-186, 185.30-39.
29 A. Esph. 62.
30 Σχετικά με τους απογραφείς του θέματος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Κουνάλη,
Δημήτριο Κοντένο, Λέοντα Καλόγνωμο και Γεώργιο Φαρισαίο, αντίστοιχα βλ. PLP,
αρ. 13477, 13048, 10529 και 29636.
31 Ζευγαράτος ήταν ο πάροικος που διέθετε ένα ζευγάρι βοδιών για το όργωμα της
γης. Βλ. ανωτέρω σημ. 13.
32 Βοϊδάτος χαρακτηριζόταν ο πάροικος που ήταν κάτοχος ενός βοδιού για την
καλλιέργεια της γης. Βλ. Ι. Ε. Καραγιαννόπουλος, Λεξικό Βυζαντινής Ορολογίας. Οι-
κονομικοί όροι, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 196-197.
33 Όπως προκύπτει επίσης από το πρακτικό του 1318, η μονή Εσφιγμένου εισέ-
πραττε ετησίως για το ιδιόκτητο αμπέλι των είκοσι (20) μοδίων που είχε στον Κρού-
σοβο (στο οποίο υπήρχαν 2 καρυδιές, 2 αμυγδαλιές και 13 συκιές) πέντε (5) νομίσματα
και για τα άλλα αμπέλια που διέθετε εκεί «ἀπὸ προσενέξεως» των δύο, τεσσάρων και
τριών μοδίων (με 2 καρυδιές, 7 συκιές και 2 αμυγδαλιές) άλλα τρία (3) νομίσματα (σύ-
νολο οκτώ [8] νομίσματα). Τα 8 αυτά νομίσματα μειώθηκαν σε 7, τρία χρόνια μετά.
Από το πρακτικό του 1321 προκύπτει ότι η μονή Εσφιγμένου εισέπραττε για το ιδιό-
κτητο αμπέλι της στον Κρούσοβο των δεκαοκτώ (18) μοδίων, τέσσερα (4) νομίσματα
και για τα άλλα τμήματα των αμπελίων που διέθετε «ἀπὸ προσενέξεως» εκεί, των δύο,
τεσσάρων και τριών μοδίων, άλλα τρία (3) νομίσματα (σύνολο επτά [7] νομίσματα).
Αναλυτικά βλ. A. Esph., αρ. 14 (έτ. 1318), σ. 108.194-198 και αρ. 16 (έτ. 1321), σ.
123.71-73.
34 Αναλυτικά βλ. Γ. Χρ. Χαριζάνης, Η περιοχή των λιμνών Αγίου Βασιλείου (Λα-
γκαδά) και Βόλβης κατά τους τελευταίους Βυζαντινούς αιώνες (11ος-15ος). Τα Αθω-
νικά Μετόχια, Θεσσαλονίκη – Κομοτηνή 2017, σ. 66-77, όπου περιέχονται τα
πρακτικά των Στεφανιανών και των Βραστών, των ετών 1300, 1318 και 1321 και απο-
τυπώνεται η γενική τάση της συρρίκνωσης και του οικονομικού μαρασμού στο α΄ μισό
του 14ου αιώνα.
35 A. Esph., αρ. 20 (έτ. 1334), σ. 135-137, 137. Για το αξίωμα του μεγάλου στρατο-
πεδάρχη βλ. ανωτέρω σημ. 19. Σχετικά με τον μέγα στρατοπεδάρχη Παλαιολόγο
Σφρα(ν)τζή βλ. PLP, αρ. 27282.
36 A. Esph. 22-24. Για τον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1340 βλ. G. Ostrogorsky,
Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Γ΄, μτφρ. Ι. Παναγόπουλος – επιστημ. επο-
πτεία Ευ. Κ. Χρυσός, Αθήνα 1981 (στο εξής: G. Ostrogorsky, Ιστορία ΙΙΙ), σ. 205 κ.ε. —
D. M. Nicol, Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου 1261-1453, μτφρ. Στ. Κομνηνός,
Αθήνα 20013 (στο εξής: D. Nicol, Τελευταίοι αιώνες), σ. 294 κ.ε. Όσον αφορά τον Γα-
βριηλόπουλο και τον Φαρμάκη, αντίστοιχα βλ. PLP, αρ. 3432 και 29641.



.........................................................................
Επιμέλεια blog : Theoharidis Mihalis
Μαρτυρικά Κερδύλλια Σερρών



Η Χρυσόπολις- Η Ηϊόνα (αρχαία Ηϊών)  Οι Άνω και Κάτω Κρούσοβες (Παλαιά Άνω και Κάτω Κερδύλλια) Νότια της εθνικής οδού Θεσ...